-
1 açım
τομή -
2 kesit
τομή, διατομή -
3 разрез
разрезм1. ἡ τομή, τό κόψιμο, ἡ κο-ψιά, ἡ ἐγκοπή, ἡ ἐντομή·2. (на чертеже) ἡ τομή:поперечный \разрез ἡ ἐγκαρσία τομή· продо́львый \разрез ἡ τομή κατά μήκος· вертикальный \разрез ἡ κάθετος τομή· <> \разрез глаз τό σχήμα τῶν ματιών в этом \разрезе ἀπ· αὐτή τήν ἄποψη. -
4 профиль
-я α.1. το προφίλ, πλάγια όψη•красивый профиль лица ωραίο προφίλ του προσώπου•
смо-трть в профиль κοιτάζω προφίλ, πλευρικά, πλάγια.
2. (κατά)τομή•продольный профиль τομή κατά μήκος•
профиль поперечный τομή κατά πλάτος ή διατομή•
профиль машины κατατομή ή εγκάρσια. τομή της μηχανής.
3. ειδικότητα, ειδική κατάρτιση•профиль инженера-металлурга ειδική κατάρτιση του μηχανικού-μεταλλουργού.
-
5 сечение
сечениес ἡ (δια)τομή:поперечное \сечение ἡ ἐγκαρσία τομή· кесарево \сечение мед. ἡ καισαρική τομή. -
6 вид
1. (на чертеже) η όψη- - в разрезе - σε τομή- εν τομή2. мат. η μορφή 3. (колебаний, волн, импульсов) η μορφή 4. (внешний) η όψη, το παρουσιαστικό, η εμφάνισητο ύφος5. биол. το είδος 6. грам. η μορφ/ήсовершенный - глагола τετελεσμένη/στιγμιαία - του ρήματος (π.χ. ο αόριστος, παρακείμενος7. (на жительство) η άδεια παραμονής 8. (род, сорт, форма, состояние) η μορφή, το είδοςв письменном - е γραπτά, γραπτώςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вид
-
7 профиль
1. (поперечное или продольное сечение, разрез поверхности, предмета) η τομή 2. (очертание, видсбоку) η πλάγια όψη, το προφίλ (ξεν.) 3. тех. η (κατα)τομή 4.(προκ.) το διαμορφωμένο έλασμα ή χυτόкруглый - мет. στρογγυλό -крупносортный мет. - μεγάλων διαστάσεωνмелкосортный мет. - μικρών διαστάσεωνрезиновый - από λάστιχο, ελαστικό -углобульбовый мет. - της βολβογωνίαςугловой мет. - της γωνίας5. (совокупность основных типических черт, характеризующих профессию, специальность) η ειδίκευση, η εξειδίκευση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > профиль
-
8 разрез
1. (результат резки) η τομή, το κόψιμο, η εντομή 2. (на чертеже) η τομή 3. горн. η επιφανειακή εκμετάλλευση, το όρυγμαгеологический - γεωλογική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разрез
-
9 incision
[in'siʒən]1) (a cut, especially one made in a person's body by a surgeon.) τομή2) (the act of cutting especially by a surgeon.) τομή, διάνοιξη•- incisor -
10 разрез
-а α.1. κοπή, κόψιμο•разрез шкурок κόψιμο των δερμάτων.
2. η κοψιά•глубокий βαθιά κοψιά.
3. (γι.α σχέδια)• τομή•поперечный разрез εγκάρσια τομή•
разрез здания κατατομή οικοδομής.
εκφρ.в -е – από άποψη•разрез глаз – το σχήμα των ματιών (το άνοιγμα μεταξύ του άνω και κάτω βλεφάρου). -
11 сечение
-я ουδ. (δια)τομή• τμήση• κοπή; κόψιμο• κοψιά•поперечное сечение εγκάρσια τομή.
|| επιφάνεια τομής. -
12 вырубка
η τομή, το κόψιμο, η υλοτομίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вырубка
-
13 двутавровый
ο έχων τομή διπλού Τ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > двутавровый
-
14 дужка
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дужка
-
15 калёвка
1. (операция) η διαμόρφωση, η εντομή, το αυλάκωμα, η αυλάκωση 2. (рубанок с фигурным резцом) η πλάνη (με φιγουράτο κόπτη) 3. (фигурный профиль бруска или доски) η διαμορφωμένη/φιγουράτη τομή της δοκού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > калёвка
-
16 лесосека
το υλοτόμιο, η τομή/λωρίδα στο δάσος από υλοτόμηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лесосека
-
17 мидель-шпангоут
мор. о νομέας μέσης τομήςтеоретический - η μέση τομή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мидель-шпангоут
-
18 поперечное V крыла
ав. η δίεδρος, η εγκάρσια τομή της πτέρυγαςотрицательное - κατερχόμενη -, αρνητική -положительное - ανοδική -, θετική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поперечное V крыла
-
19 порез
το κόψιμο, η εγκοπή, η τομή, η αμυχή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > порез
-
20 прорезка
η κοπή, η (εν)τομήпредварительная - (при нарезке зубьев шестерён и т.п.) χονδρή -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прорезка
См. также в других словарях:
τομή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) τομός cutting fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομή — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τέμνω (= κόβω). Στη μετρική ο όρος τ. δηλώνει τον χωρισμό μεταξύ δύο λέξεων που χρησιμεύει ως όριο μεταξύ δύο μετρικών μελών και που πραγματοποιείται φωνικά ως παύση στην εκφώνηση του στίχου. Στην κλασική μετρική … Dictionary of Greek
τομή — η 1. διαίρεση, κόψιμο: Βαθιά τομή. 2. (μαθημ.), σύνολο σημείων κοινών σε δύο γραμμές ή επιφάνειες. – Κωνική τομή. 3. σχεδιάγραμμα κτιρίου, μηχανής κτλ., που τέμνονται υποθετικά από επίπεδο, για να είναι ορατοί οι εσωτερικοί χώροι: Τομή κατά μήκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τομῇ — τομάω need cutting pres subj mp 2nd sg (doric) τομάω need cutting pres ind mp 2nd sg (doric) τομάω need cutting pres subj act 3rd sg (doric) τομάω need cutting pres ind act 3rd sg (doric) τομάω need cutting pres subj mp 2nd sg (epic ionic) τομάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τομῆ — Τομεύς one that cuts masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τομῆ — τομεύς one that cuts masc nom/voc/acc dual τομεύς one that cuts masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τομῇ — Τομῆι , Τομεύς one that cuts masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καισαρική τομή — Χειρουργική επέμβαση σε εγκύους, κατά την οποία ο τοκετός διεξάγεται μετά από τομή στο πρόσθιο κοιλιακό και μητρικό τοίχωμα. Στη μυθολογία αναφέρονται γεννήσεις μετά από τομή της κοιλιάς των εγκύων, όπως η γέννηση του Διονύσου από τη Σεμέλη και… … Dictionary of Greek
κωνική τομή — Βλ. λ. κώνος (κωνική τομή) … Dictionary of Greek
χρυσή τομή — Εάν δοθεί ένα ευθύγραμμο τμήμα s, ονομάζεται χ.τ. του ένα τμήμα του, έστω m το οποίο είναι μέσο ανάλογο μεταξύ ολόκληρου του τμήματος και του υπόλοιπου (s – m), δηλαδή s : m = m : (s – m). Επειδή, όταν 4 μεγέθη είναι ανάλογα, είναι και τα μέτρα… … Dictionary of Greek
τομῆι — τομῇ , τομάω need cutting pres subj mp 2nd sg (doric) τομῇ , τομάω need cutting pres ind mp 2nd sg (doric) τομῇ , τομάω need cutting pres subj act 3rd sg (doric) τομῇ , τομάω need cutting pres ind act 3rd sg (doric) τομῇ , τομάω need cutting pres … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)